- φιλοτιμούμαι
- φιλοτιμοῡμαι, -έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. φιλοτιμώ και φιλοτιμῶ, -έω, ΝΜ, και φιλοτιμώ, -άω, και φιλοτιμιούμαι, και φιλοτιμιέμαι, Ν [φιλότιμος]νεοελλ.1. ενεργ. διεγείρω την φιλοτιμία κάποιου2. μέσ. α) παρακινούμαι από φιλοτιμία να κάνω κάτι («φιλοτιμήθηκε να μάς βοηθήσει»)β) (γενικά) δείχνω φιλοτιμίαμσν.ενεργ. τιμώ, δοξάζωμσν.-αρχ.παρέχω με γενναιοδωρίααρχ.1. είμαι φιλόδοξος, επιζητώ την δόξα, τις τιμές·2. είμαι ζηλότυπος, εριστικός3. αγωνίζομαι, συναγωνίζομαι («οὐ πρὸς ὑμᾱς φιλοτιμησόμενος ἐξέπλευσε», Λυσ.)4. (με απρμφ.) αγωνίζομαι με ζήλο να κάνω κάτι5. (με δοτ. τού μέσου) πείθω κάποιον («χρήμασιν αὐτοὺς φιλοτιμησάμενοι», Προκ.)6. επινοώ, μηχανεύομαι («φιλοτιμουμένου τοῡ σατανᾱ», Ευσ.)7. (κατά το λεξ. Σούδα) «φιλοτιμεῑται, ἐπιδαψιλεύεται, μεγαλοφρονεῑ, σπουδάζει, ἀγαπᾱ»8. (κατά τον Φώτ.) «λαμπρύνομαι»9. φρ. α) «φιλοτιμοῡμαι ἐπί τινι [ή ὑπέρ τινος ή περί τινος ἡ περί τι ή ἔv τινι]» — είμαι περήφανος για κάτι (Πλάτ.-Πλούτ.-Διόδ.)β) «φιλοτιμοῡμαι πρὸς τὴν πόλιν» — συμβάλλω με ζήλο για το μεγαλείο τής πόλης (Λυκούργ.).
Dictionary of Greek. 2013.